- ὀκτάρρυμος
- ὀκτά-ρρῡμος, ον, of chariots,A with eight poles, or rather, so constructed as to be drawn by eight pairs of horses or oxen, X.Cyr.6.1.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάρρυμος — ὀκτάρρυμος, ον (Α) (για άρμα) 1. αυτό που έχει οκτώ ρυμούς 2. (κατ επέκτ.) αυτό που σύρεται από οκτώ ζεύγη αλόγων ή βοδιών («τὸ τετράρρυμον αὐτοῡ ἅρμα,...ὀκτάρρυμον ποιήσασθαι, ὥστε ὀκτώ ζεύγεσι βοῶν ἄγειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
ὀκτάρρυμον — ὀκτάρρῡμον , ὀκτάρρυμος with eight poles masc/fem acc sg ὀκτάρρῡμον , ὀκτάρρυμος with eight poles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)